- απογέμιση
- [-ις (-εως)] η , απογέμισμα τό1) разрядка (оружия); 2) заполнение до отказа, переполнение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απογέμιση — η το να αφαιρέσει κανείς τη γόμωση πυροβόλων, όπλων κ.λπ … Dictionary of Greek
στυπάγρα — η, Ν (λόγιος τ.) μικρό αγκιστροειδές εργαλείο που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή βύσματος που φράζει σωλήνα ή για την εξαγωγή τού στυππείου κατά την απογέμιση τών πυροβόλων όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυπ(π) είο + άγρα (πρβλ. πυρ άγρα). Η λ.… … Dictionary of Greek